σερμπέτι

σερμπέτι
το
(λ. τουρκ.)
1. γλυκό πιοτό.
2. ό,τι είναι γλυκό: Μας έφτιαξε έναν καφέ σερμπέτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σερμπέτι — το, Ν 1. ηδύποτο πολύ γλυκό και αρωματικό 2. (γενικά) καθετί πολύ γλυκό, σιρόπι («σερμπέτι τόν έκανες τον καφέ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. şerbet] …   Dictionary of Greek

  • şerbet — ŞERBÉT, şerbeturi, s.n. Preparat alimentar făcut din sirop de zahăr bine legat şi frecat, colorat şi aromat cu diferite esenţe sau sucuri de fructe. – Din tc. şerbet. Trimis de RACAI, 07.12.2003. Sursa: DEX 98  şerbét s. n., (sorturi) pl.… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”